μοναξός

μοναξός
-ή, -ό (Μ μοναξός, -όν)
μόνος
μσν.
1. μοναδικός
2. απομονωμένος
3. ερημικός, απόμερος τόπος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοναξά
ερημικός τόπος, ερημιά
5. φρ. «μόνος μοναξός» και «μόνον μοναξός» — ολομόναχος
6. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) μοναξά
α) μοναχικά, χωρίς συνοδεία
β) ιδιαίτερα, παράμερα, κατ' ιδίαν
3. μόνον, μονάχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίρρ. μονάξ + κατάλ. -ος, κατά το διξός (πρβλ. μοναξιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μοναξά — (I) μοναξά, ἡ (Μ) βλ. μοναξιά. (II) μοναξά (Μ) επίρρ. βλ. μοναξός …   Dictionary of Greek

  • μοναξιά — η (ΑΜ μοναξιά, Μ και μοναξά και μονάξια και μοναξιά) 1. κατάσταση ανθρώπου που ζει απομονωμένος («μα τη ζωή τσι μοναξάς αγάπα κι ήρεσέ ντου», Ερωτόκρ.) 2. ακατοίκητος τόπος, ερημική τοποθεσία, απόμερο, απόκεντρο μέρος («σαν το σκόρπισμα τού… …   Dictionary of Greek

  • μοναξικός — ή, ό (Μ μοναξικός, ή, όν) [μοναξός] ερημικός, μοναχικός. επίρρ... μοναξικῶς (Μ) με προσωπική θέληση …   Dictionary of Greek

  • μοναξιότης — μοναξιότης, ἡ (Μ) μοναξιά, απομόνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναξός + κατάλ. ότης με επίδραση τού μοναξία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”